Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Αποχωρισμός

Α΄. Η Μάνα

Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
είναι βουβά τ' αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά.
Κι η δόλια μου η ματιά θολή.
Παιδί μου, ώρα σου καλή!
Είν' η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ' ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ' αντίκρυ στο χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
ξηράθηκαν τα χείλη μου, και μου εκόπη κι η πνοή,
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψ' ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητειά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφίνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν τα λέμ' «ώρα καλή!»

Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό,
και γω το κύμα τ' ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ…
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Γ. Βιζυινός

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Aποχαιρετισμός

Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι
δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι
αποκάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

τι το νερώνεις το κρασί

Ό,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δε τ' απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ' η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ' τη καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνά αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στη ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι μπρος του
του κάκου κει κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ' το ξανθό
και πίνω κι απ' το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια, του απαντά:
«Τι φταίω 'γω αν τα δάκρυα, π' απελπισμένος χύνεις,
πέφτουνε στο ποτήρι σου, σταλαματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω 'γω κι αν δε μεθάς, τι φταίω 'γω κι αν κλαις;»

Τι ειναι η πατρίδα μας?

Τι είναι η πατρίδα μας;Μην είν’ οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;


Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;


Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της, χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα

μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;(click it2)


Όλα πατρίδα μας!

κι αυτά...

κι εκείνα...

και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

«Ιωάννης Πολέμης
Ευχαριστώ το Τέρας της Αμα(λ)θειας